Κλέφτης
Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Σκοτάδι γύρω και ησυχία αλλά ήταν σίγουρος. Κάτι υπήρχε στο σπίτι.
Στον κάτω όροφο το πάτωμα έτριξε. Βήματα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. Σηκώθηκε σιωπηλά και βγήκε από το δωμάτιο. Να ήταν κλέφτης; Πώς θα τον αντιμετώπιζε;
Έφτασε ως τη σκάλα που οδηγούσε κάτω. Μόνο το αχνό φως στη μέση της σκάλας φώτιζε τον χώρο. Πάλι βήματα, ακριβώς από κάτω του. Ο κλέφτης πήγαινε προς την κουζίνα.
Ακροπατώντας πάτησε το πρώτο σκαλοπάτι και κοίταξε κάτω. Κάτι τον κοιτούσε κατάματα. Έβγαλε μια κραυγή.
Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Σκοτάδι γύρω και ησυχία αλλά ήταν σίγουρος. Κάτι υπήρχε στο σπίτι.
Τα βήματα από την εξώπορτα πήγαν προς την κουζίνα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και έφτασε ως τη σκάλα. Περίμενε να τα ακούσει να προχωρούν. Μόνο αφού ήταν σίγουρος ότι ο εισβολέας είχε απομακρυνθεί, κατέβηκε τη σκάλα. Βήμα βήμα, χωρίς ανάσα. Κοίταξε κλεφτά προς την κουζίνα. Ο κλέφτης ήταν γυρισμένος προς το μέρος του και τον κοιτούσε κατάματα.
Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Σκοτάδι γύρω και ησυχία αλλά ήταν σίγουρος. Κάτι υπήρχε στο σπίτι.
Προσπάθησε να ανακαλέσει στη μνήμη του το πρόσωπο του εισβολέα. Δεν μπορούσε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να θυμηθεί τη στιγμή που ένιωθε το βλέμμα εκείνο πάνω του. Ανατριχίλα και καρδιοχτύπι. Αλλά καμία εικόνα στο μυαλό του.
Άκουσε τα βήματα να πηγαίνουν προς την κουζίνα. Δε σηκώθηκε. Τι να έκανε; Τα βήματα έφυγαν από την κουζίνα και ακούστηκαν να έρχονται προς τη σκάλα. Του κόπηκε η ανάσα. Σηκώθηκε και έπιασε το ξυπνητήρι του. Ευτυχώς ήταν βαρύ. Βγήκε από την πόρτα βιαστικά και ετοιμάστηκε να πετάξει το ξυπνητήρι. Ο εισβολέας ανέβηκε με ένα ποδοβολητό τα σκαλιά, φάνηκε και τον κοίταξε. Το ξυπνητήρι του έπεσε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα, πνίγοντας τον ήχο της κραυγής του.
Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Σκοτάδι γύρω και ησυχία αλλά ήταν σίγουρος. Κάτι υπήρχε εκεί.
Θυμήθηκε τις προηγούμενες συναντήσεις του με τον εισβολέα. Δεν μπορούσε να μετρήσει πόσες φορές είχε συμβεί το ίδιο. Αλλά δεν ήθελε να του ξανασυμβεί.
Τα βήματα δεν πήγαν καθόλου προς την κουζίνα. Ανέβηκαν αμέσως τη σκάλα. Έτρεξε προς την πόρτα και την έκλεισε. Την κλείδωσε βιαστικά και πήρε μια ανάσα.
Τα βήματα ακούστηκαν να φτάνουν έξω από την πόρτα του και να σταματάνε. Ήταν εκεί, μπροστά του, με μια ξύλινη πόρτα να τους χωρίζει.
Περίμενε κάτι αλλά τίποτα δε συνέβη. Κοίταξε κάτω, το κούφωμα της πόρτας. Το φως της σκάλας φώτιζε και οι σκιές δύο ποδιών έδειχναν πως ο εισβολέας ήταν εκεί. Δεν ανάσαινε ούτε έκανε κανέναν θόρυβο. Απλώς ήταν εκεί.
Πήρε την απόφασή του. Θα άνοιγε την πόρτα. Ό,τι και να συνέβαινε. Με το που άγγιξε όμως το πόμολο, το χέρι του παρέλυσε. Έτρεμε ολόκληρος. Όχι, δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα. Καλύτερα σε αυτή τη φαινομενική ασφάλεια.
Έκανε πίσω αργά και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Κουκουλώθηκε και κοίταξε κάτω από την πόρτα. Οι σκιές ήταν ακόμα εκεί. Κανένας ήχος.
Άρχισε να ανασαίνει γρηγορότερα. Κάτι τον έπνιγε. Πήγε να φωνάξει αλλά καμία κραυγή δε βγήκε από τα χείλη του. Ήταν όνειρο;
Δεν ακουγόταν τίποτα. Δεν μπορούσε να ακούσει ούτε τον ήχο της καρδιάς του. Πήγε να την πιάσει αλλά τα χέρια του είχαν παραλύσει εντελώς. Δεν μπορούσε να κουνηθεί.
“Έλα σε μένα”.
Τι ήταν αυτό; Πώς το άκουγε ενώ καμία φωνή δεν είχε ακουστεί;
“Άσε πίσω το σώμα σου”.
Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Δεν ανάσαινε ούτε μπορούσε να κουνηθεί. Κατάλαβε. Δεν ήταν εισβολέας. Είχε έρθει για να τον πάρει.
Σηκώθηκε και ήταν η πιο απαλή αίσθηση που είχε ποτέ. Κοίταξε πίσω του. Το σώμα του έμοιαζε να κοιμάται. Πλησίασε την πόρτα κι έκανε να την ξεκλειδώσει. Δεν μπορούσε να την αγγίξει.
Ένα μαύρο χέρι πέρασε από την πόρτα και τον άρπαξε στο στήθος. Ένα σφίξιμο κι ένα τράβηγμα. Και μετά τίποτα.