Κλείνω τα μάτια μου
Κλείνω τα μάτια μου.
Ακούω τα κελαηδίσματα. Οι ηλιαχτίδες πασχίζουν να μου ανοίξουν τα βλέφαρα, τα φυλλοβόλα να μου δείξουν τους εφήμερους καρπούς τους. Μια μυρωδιά αμυγδάλου και ελπίδας εντός μου.
Ανοίγω τα μάτια μου. Τίποτα. Τα κλείνω ξανά.
Στο τζάκι η φωτιά μού ψιθυρίζει τις δικές της αιώνιες ιστορίες. Μου θυμίζει να ηρεμώ, να χαλαρώνω. Να δέχομαι τις αγκαλιές και τα ερωτικά παιχνίδια των χορδών ενός αόρατου βιολιού, χαμένου στο χρόνο.
Ανοίγω τα μάτια μου. Κενό. Τα κλείνω ξανά.
Γύρω μου ο αέρας σφυρίζει παντοδύναμος, χωρίς εμπόδια να τον σταματούν, στην κορυφή του βασιλείου του. Το θριαμβευτικό του εμβατήριο παρασέρνει όνειρα και μεγαλοσύνες μακριά από το τώρα, εκεί που ανήκουν. Πέφτω, πέφτω για πάντα.
Ανοίγω τα μάτια μου. Σκοτάδι. Τα κλείνω ξανά.
Το κύμα με νανουρίζει, φέρνοντας στα σεντόνια μου την αστροφεγγιά αμέτρητων άστρων, που είμαι πολύ μικρός για να μετρήσω. Η λάμψη τους ταξίδεψε έτη φωτός, μόνο για να καθρεφτιστεί πάλι πίσω, μακριά από τα κλειστά μου μάτια. Υγρασία και μια ανάγκη να βουτήξω για πάντα στα βάθη, εκεί που κανείς δε μου ζητά ν’ ανοίξω τα μάτια μου.
Κανείς δε νοιάστηκε τι χρώμα έχει η άβυσσος. Μια ελευθερία πρωτόγνωρη.