Μητέρα
“Τι απέμεινε λοιπόν;”
“Για μένα ή για σένα;” ρώτησα, πιο πολύ για να κερδίσω χρόνο, αλλά και για να ξεπεράσω την αμηχανία μου.
“Για εμάς”, είπε.
Ξερόβηξα. “Όλα τα καλά έχουν ένα τέλος…”
“Μη μιλάς έτσι”, είπε και στη φωνή της υπήρχε ένας τόνος παράκλησης. “Άλλο χρειάζομαι τώρα”.
Μετάνιωσα που πήγα να της μιλήσω λογικά. Τι έκανα; Της χρύσωνα το χάπι; Ξεκίνησα πάλι:
“Άκου λοιπόν, μαμά. Ζήσαμε τόσο πολλά χρόνια μαζί, αντάμα. Περπατήσαμε χέρι-χέρι, στις ηλιοφάνειες και στις συννεφιές. Στα εύκολα και στα δύσκολα. Και δε μετανιώνω για καμία από αυτές τις στιγμές”.
Χαμογέλασε αχνά και κοίταξε αριστερά, πέρα στον ορίζοντα, στον ήλιο που έδυε. “Έτσι μ’ αρέσει να μιλάς, σαν ποιητής”.
Έκανε μια μικρή παύση κι έπειτα συνέχισε:
“Θυμάμαι που σε κρατούσα αγκαλιά, μωράκι τότε κι εσύ έκλαιγες. Δεν ήξερα τι να κάνω με σένα…”
Κι άλλη παύση. “Τώρα δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα”.
Χαμογέλασα κι εγώ. “Τώρα σε κρατώ εγώ αγκαλιά. Ένας πλήρης κύκλος”.
“Έτσι”, είπε. “Σωστά. Τι κάθομαι και βασανίζομαι; Αν δεν ήταν στο συκώτι θα ήταν κάπου αλλού. Στο έντερο ίσως ή στα οστά…”
“Ναι, μαμά. Αλλά θα το πολεμήσουμε. Μαζί. Μέχρι το τέλος”.
“Άντε, πήγαινε τώρα”, είπε. “Έχεις μια ζωή να ζήσεις”.
Της άφησα τα λουλούδια στο βάζο. “Να τα περιποιείσαι μέχρι να έρθω”, της είπα ψευτομαλώνοντάς την. Κι έφυγα.
Η μητέρα έμεινε μόνη. Πήγε να τακτοποιήσει τα λουλούδια αλλά δεν έφτανε καλά στο βάζο με το χέρι της. Το βάζο έπεσε κάτω κι έσπασε. Μέσα στην ησυχία του σούρουπου το σπάσιμο ακούστηκε σαν κανονιά. Κανείς δεν ήρθε να μαζέψει τα κομμάτια.
Η μητέρα έμεινε στο κρεβάτι ανήμπορη. Πήρε δύο βαθιές ανάσες. Θα ερχόταν εκείνος αύριο το πρωί. Εκείνος θα τα καθάριζε, ακόμα κι αν η βραδινή νοσοκόμα την αγνοούσε. Ναι, εκείνος σίγουρα θα ερχόταν…