Μπαρ
Οι τελευταίοι πελάτες, ένα ζευγάρι που είχε αποδειχτεί πολύ αγαπημένο, αν έκρινε από τα χαχανητά και τις αγκαλιές τους, σηκώθηκε και βγήκε από το μπαρ. Με το που χάθηκαν, η σιωπή τύλιξε τον διακριτικά φωτισμένο χώρο. Το βλέμμα που του έριξε η μπαργούμαν, που λόγω της ώρας εκτελούσε και χρέη σερβιτόρας, φανέρωνε κάτι ανάμεσα σε θυμό και λύπηση.
“Έχω δει πολλούς σαν εσένα. “
Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Μάζευε το διπλανό τραπέζι.
“Τι μπορεί να ξέρεις για μένα;”
“Νέος, με όνειρα να πει μια ιστορία. Γράφει, βρίσκει άκρες, εκδίδεται. Ονειρεύεται το νόμπελ λογοτεχνίας. Κάνει λίγο ντόρο, προσπαθεί, απογοητεύεται, ξεχνιέται. Τα λέω καλά;”
Ρουθούνισε και απόλαυσε την τελευταία του γουλιά πριν την καταπιεί.
“Όχι! Δεν ξεχάστηκα. Ούτε απογοητεύτηκα”.
Του έδειξε το άδειο μπουκάλι και το γεμάτο τασάκι. “Άλλα λένε αυτά εδώ. Και τόσα χρόνια στη δουλειά, έχω μάθει να διαβάζω τα μηνύματά τους”.
Εκείνος έμεινε με το βλέμμα του εκεί, στην άβυσσο του ποτηριού του. “Έχεις δίκιο. Πόσους έχεις γνωρίσει σαν εμένα;”
Του έδειξε με το βλέμμα την ταμπέλα του μαγαζιού. “Σ’ ένα μπαρ που λέγεται “η Χρυσή πένα”; Παρά πολλούς. Περισσότερους από όσους μπορώ να μετρήσω”.
Αναστέναξε. Τι ήθελε και του τα έλεγε όλα αυτά; Ας του έλεγες καλύτερα να πάρει δρόμο. “Και πού κατέληξαν όλοι αυτοί;”
“Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις;”
Έγνεψε σιωπηλά. Η γυναίκα κοίταξε γύρω τους και του έδειξε μια πόρτα στο πίσω μέρος του μπαρ. Άνοιξε και φώτισε με μια λάμπα πετρελαίου στη γωνία. Άνοιξε ένα τεράστιο βιβλίο.
“Σαν βιβλίο πρωτοκόλλου μοιάζει”, είπε εκείνος, μπαίνοντας διστακτικός μέσα. Κοίταξε γύρω του. Ήταν μια μικρή, κλειστοφοβική θα έλεγες, καμαρούλα.
“Κάτι τέτοιο είναι. Πλησίασε”.
Άνοιξε το βαρύ εξώφυλλο. “Δερματόδετο;” είπε εκείνος βλέποντας το παράξενο χρώμα του.
“Ναι”, είπε εκείνη αδιάφορα. Έφτασε στη μέση του τετραδίου. “Εδώ υπογράφεις, αν θέλεις να μάθεις τι απέγιναν. Αλλιώς μπορείς να φύγεις”.
Εκείνος έξυσε το μπράτσο του. “Εντάξει. Πότε μπορώ να περάσω να υπογράψω; Σήμερα δεν…”
Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα πύρινο. “Γι’ αυτό κατέληξες εδώ που κατέληξες. Σου λείπει η αποφασιστικότητα. Ή υπογράφεις τώρα ή ποτέ. Αν βγεις από εδώ, δε θα ξαναδείς αυτό το δωμάτιο”.
Εκείνος έσφιξε τις γροθιές του. Μια σκιά πέρασε από τα μάτια του. “Θα υπογράψω. Έχεις στυλό;”
Εκείνη γέλασε βραχνά και του έδωσε μια πέτρινη, σκαλιστή γλυφιδα. “Θα υπογράψεις αληθινά, όπως κι ο πρώτος ομότεχνος σου. Με ό,τι ρεει μέσα σου”.
Εκείνος πήρε τη γλυφίδα και το χέρι του άρχισε να τρέμει. Εκείνη αναστέναξε. Ήταν πιο αξιοθρήνητος από ό,τι περίμενε.
“Σε αφήνω να το σκεφτείς”, είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κοιτούσε την πλάτη του καθώς εκείνος έσκυψε πάνω στο τετράδιο.
“Εντάξει”, είπε. “Υπέγραψα. Τώρα τι;”
“Τώρα θα πας να συναντήσεις όλους τους άλλους αποτυχημένους που τόλμησαν να φιλοδοξούν χωρίς να είναι προετοιμασμένοι κατάλληλα”.
Πήγε να πει κάτι, αλλά είδε το σώμα του να λιώνει και να απορροφάται από το βιβλίο. Με το που έμεινε μόνη, πλησίασε και είδε τα λαμπερά γράμματα πάνω στο τετράδιο. Τα άγγιξε κι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της.
“Καλές ιδέες είχες. Μακάρι να είχες το θάρρος να τις κοιτάξεις κατάματα και να τις δουλέψεις. Δε θα είχες καταλήξει εδώ. Τώρα μου ανήκουν, όπως κι εσύ”.
Έκλεισε την πόρτα, η οποία έγινε ένα με τον τοίχο. Μάζεψε το ποτήρι, το μπουκάλι και το τασάκι. Έπρεπε να κλείσει το μαγαζί γρήγορα. Είχε λίγες ώρες να γράψει, μέχρι να ξημερώσει. Μέχρι οι ιδέες του ανάξιου νεαρού να χαθούν για πάντα.