Ναΐσκος
Ο Ανθέμιος σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. “Αντέχεις, αδελφέ;”
Ο Πολύκαρπος κάθισε σε έναν βράχο και πήρε πολλές κοφτές ανάσες.
“Έχουμε πολύ ακόμα;”
“Εδώ είναι, μετά τη στροφή, πίσω από τον βράχο”.
“Μετά δεν έχουμε και σκάψιμο;”
Γέλασε. “Όχι, αδελφέ Πολύκαρπε. Δεν τα ξέρεις καλά μάλλον”.
Πήραν τον δρόμο τους και ο ναΐσκος φάνηκε μπροστά τους. Τέτοια ώρα, λίγο πριν το σούρουπο, είχε κάτι το απόκοσμο. Οι τρεις μεριές του ναού ήταν σκεπασμένες από κισσούς. Η είσοδος του ναού ήταν κλαδεμένη προσεκτικά, ενώ ο κισσός κάλυπτε το πετρόχτιστο εμπρόσθιο μέρος του.
“Τώρα μένει το πίσω μέρος, σωστά;” ρώτησε ο Πολύκαρπος χαϊδεύοντας το πυρρόξανθο γένι του.
Ο Ανθέμιος έγνεψε καταφατικά. Η πίσω μεριά του ναού έβγαζε μια μοναξιά, ένα κενό.
“Είναι ήδη σκαμμένο”, είπε ο Πολύκαρπος.
“Ναι, σου το είπα”.
“Ποιος το έσκαψε;”
“Εκείνος”.
“Έφτασε η ώρα;”
“Εφτασε, αδελφέ Πολύκαρπε”.
Ο Ανθέμιος έβγαλε έναν σπόρο από την τσέπη του. Τον έκρυψε. “Διάλεξε χέρι, αδελφέ”.
Ο Πολύκαρπος διάλεξε το δεξί και αποκαλύφτηκε ο σπόρος στο αριστερό χέρι. Έβγαλε ένα επιφώνημα ανακούφισης.
“Ηρέμησες, αδελφέ Πολύκαρπε; Δεν το ήθελες, δεν ήσουν έτοιμος για Εκείνον. Είναι δική μου η τιμή”.
Ο Πολύκαρπος δεν είπε τίποτα. Ο Ανθέμιος πήδηξε μέσα στη τρύπα και κούρνιασε δίπλα στα θεμέλια του ναΐσκου. Έβαλε τον σπόρο στο στόμα του και τον κατάπιε.
“Το αγίασμα;”
Ο Πολύκαρπος του το έδωσε και το ήπιε μονορούφι. Λίγες σταγόνες χύθηκαν στα κάτασπρα γένια του. “Θα με ποτίζεις για επτά μέρες, αδελφέ;”
Ο Πολύκαρπος τον ασπάστηκε και τον σκέπασε με χώμα. Η μοναξιά ήταν ακόμα μεγαλύτερη τώρα. Είχε να κατέβει μέχρι το ίσωμα σύντομα. Πριν ξεκινήσει βιαστικά όμως, κοίταξε τον άδειο πίσω τοίχο του ναού. “Αδελφέ Ανθέμιε, εσύ ήσουν ο εκλεκτός Του. Εσύ αξίζεις την εξιλέωση. Θα σε φροντίσω, όχι για επτά μέρες όπως ζήτησες αλλά για επτά χρόνια”.
Άφησε τον ναΐσκο στην ησυχία του, ενώ οι κισσοί άρχισαν το τραγούδι τους, με το πρώτο φύσημα της βραδινής αύρας.