Τάξη

Με το που μπήκα στην αίθουσα, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Δε χρειαζόταν παρά ένα βλέμμα του καθηγητή. Τα είχα ξεχάσει όλα! Τι θα έγραφα;
“‘Αργησες”, είπε. “Κάθισε στη θέση σου. Ξεκινάμε αμέσως”.
Κάθισα κι έβγαλα βιαστικά μια κόλα χαρτί. Οι άλλοι έγραφαν ήδη κι αυτό με άγχωσε φοβερά. Δε θυμόμουν τίποτα. Τι είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδι; Βασικά, τι μάθημα δίνουμε;
Κοίταξα τα θέματα και έμεινα άναυδος. Όχι μόνο δε θυμόμουν τίποτα, αλλά δεν αναγνώριζα καν τα γράμματα. Η γραφή μου ήταν άγνωστη και δεν μπορούσα να ανακαλέσω τίποτα, τίποτα απολύτως στη μνήμη μου. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά.
Έριξα ένα λοξό βλέμμα στον καθηγητή και είδα πως με κοίταζε σταθερά. Αγέλαστος. Κοίταξα τα θέματα και μετά ξανά την άδεια κόλα μου. Κάτι έπρεπε να γράψω.
Αφού δε θυμόμουν την ίδια τη γραφή, τι θα έγραφα; Ακούμπησα το στιλό στο χαρτί κι αμέσως με κατέκλυσε μια επιθυμία να γράψω. Άφησα το χέρι μου να γράφει ελεύθερα. Δεν έβλεπα καν τι έγραφα, ούτε κοιτούσα στο χαρτί. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να χορτάσω την επιθυμία μου.
Όλοι οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει και είχαν βγει από την αίθουσα. Ο καθηγητής δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω μου. Τον κοιτούσα σταθερά στα μάτια και το χέρι μου συνέχιζε, χωρίς να σταματά καθόλου.
“Τέλος χρόνου”, είπε.
Το στιλό με έκαψε και το πέταξα κάτω. Το πάτησα και το έσπασα καθώς σηκώθηκα. Δε με ένοιαζε. Του έδωσα το γραπτό. Τα μάτια του γούρλωσαν καθώς το διάβαζε κι έβγαλε έναν ρόγχο
από τα βάθη του είναι του. Με κοίταξε και μια κόκκινη σπίθα γυάλισε στο βλέμμα του. “Όπως προστάξεις, αφέντη”, είπε.