Τζασμίν

-Κύριε, πρέπει να φύγετε.

Ανέβλεψε και την κοίταξε. Το πανέμορφο, συνήθως ναζιάρικο πρόσωπό της ήταν τώρα μια μάσκα ψυχρής αυστηρότητας.

-Ε συγγνώμη, είπατε να φύγω;

-Ναι, εδώ είναι καφετέρια. Αν δεν παραγγείλετε, δε γίνεται να μείνετε εδώ.

Μα πώς, τόση ώρα έπινε τον καφέ του! Κοίταξε βιαστικά το τραπέζι. Καφές δεν υπήρχε πουθενά. Ούτε καν ποτήρι με νερό. Μόνο ένα μισογεμάτο τασάκι.

-Δεν καταλαβαίνω. Ήδη εδώ και μία ώρα κάθομαι κι έχω παραγγείλει. Μάλιστα σε πλήρωσα κι από πριν!

Η κοπέλα τον κοίταξε καχυποπτα και χτύπησε τα βαμμένα της νύχια στον άδειο δίσκο που κρατούσε.

-Ήρθατε πριν είκοσι λεπτά, με αγνοήσατε πλήρως και κοιτάτε αφηρημένα το κενό. Είστε καλά; Θέλετε να φωνάξω κάποιον να σας πάρει;

Άλλο και τούτο! Ή εγώ είμαι τρελός ή αυτή.

-Κοίταξε, Μαρία μου. Δε με έχουν διώξει ποτέ από καφετέρια. Ήδη νιώθω πολύ άσχημα. Θέλω να μιλήσω με τον υπεύθυνο.

-Εγώ είμαι η υπεύθυνη του καταστήματος. Αν παραγγείλετε κάτι, δεν έχω λόγο να σας διώξω. Α, και με λένε Τζασμίν.

Της χαμογέλασε. Του ήρθε να κάνει κάποιο σχόλιο για το εξωτικό όνομα, αλλά το ένα φαινόταν πιο προσβλητικό από το άλλο. Μία σύγχυση πρωτόγνωρη κυρίευε τη σκέψη του. Και το βλέμμα της δεν έδειχνε καμία διάθεση για αστειάκια.

-Εεε εντάξει, θα παραγγείλω. Μπορώ να έχω έναν κατάλογο;

Η κοπέλα του έδειξε με το βλέμμα το τραπέζι, στο οποίο υπήρχαν ήδη τρεις κατάλογοι, ένας για ροφήματα, ένας για ποτά κι ένας για φαγητά. Μα πού ήταν πριν, όταν κοιτούσε το φαινομενικά άδειο τραπεζάκι;

-Θα επιστρέψω σε δύο λεπτά, κύριε. Δείτε τα με τη ησυχία σας.

Δεν της απάντησε, μονάχα έγνεψε. Φανταζόταν τα επίπεδα υπομονής της σαν ένα υγρό, το οποίο ίσα που φαινόταν στον πάτο του μπουκαλιού. Μία κουβέντα του ακόμα και θα στέρευαν εντελώς.

Έπιασε τους καταλόγους. Δεν μπορούσε να διαβάσει, τα γράμματα ήταν θολά. Έκανε να πιάσει τα γυαλιά του από την τσέπη του. Μετά θυμήθηκε ότι δε φορούσε ποτέ του γυαλιά. Εξάλλου η τσέπη του ήταν άδεια. Δεν ήταν εκεί ούτε το πορτοφόλι ούτε τα κλειδιά του.

Γύρισε να κοιτάξει γύρω του. Μα υπήρχαν πελάτες πριν! Πού είχαν πάει ξαφνικά; Στράφηκε στο εσωτερικό του μαγαζιού. Η όρασή του είχε θολώσει, αλλά ακόμα έβλεπε τα λαμπερά της μαλλιά καθώς περπατούσε.

Έκανε να της μιλήσει αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Δε θυμόταν πώς είχε φτάσει εκεί ούτε γιατί. Τα πάντα γύρω του σκοτείνιαζαν. Άκουσε τα βήματά της καθώς ερχόταν στο τραπέζι του.

-Τζασμίιιιιιν!

Η φωνή αυτή υπήρχε στο κεφάλι του μονάχα, δεν ακούστηκε ποτέ. Μόνο ένας ρόγχος βγήκε κι ένιωσε το σώμα του να γλιστράει από την καρέκλα και να πέφτει στο δάπεδο. Μόνο που το δάπεδο ήταν από πούπουλα, ονειρικά απαλό. Το τελευταίο που είδε ήταν ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της καθώς έσκυβε από πάνω του.