Χιονάνθρωπος
Στον παγωμένο κήπο, το πάνθεον των Δημιουργών έπλασε με σοφία πέντε χιονάνθρωπους. Οι τέσσερις διατηρούσαν με ευλάβεια την ιεραρχία, θεωρώντας τον αρχαιότερο ένα πάνσοφο ον. Τους είπε πως η φύση έτσι είναι, έτσι ήταν κι έτσι θα είναι: Χιόνι, πάγοι και κρύσταλλοι παντού. Ελάχιστη ζωή, ελάχιστη κινητικότητα. Μια αρχαία προφητεία λέει πως κάποια μέρα θα έρθει μια καυτή μπάλα ψηλά στον ουρανό και θα λιώσει, αργά και βασανιστικά, τα σώματα των χιονάνθρωπων, καθώς και όλη τη φύση, αφήνοντας μια καυτή κόλαση.
Πανικός κατέλαβε τις χιονισμένες τους ψυχές. Κοσμικός τρόμος. Όλοι ζούσαν με αυτόν τον ανείπωτο τρόμο ριζωμένο μέσα τους, χωρίς να μπορούν να απαλλαγούν. Κι ο μέγας χιονάνθρωπος σώπαινε πια: δεν είχε κάτι πιο αξιόλογο να πει.
Τελικά ο πρώτος και μεγαλύτερος χιονάνθρωπος άρχισε να γέρνει με τις μέρες. Έγερνε και έγερνε, μέχρι που το κεφάλι του αποκολλήθηκε κι έπεσε στο χώμα, σπάζοντας σε κομμάτια. Μετά την πρώτη ταραχή, οι υπόλοιποι είδαν πως τίποτα δεν είχε μέσα. Και τα παιδάκια που τον είχαν φτιάξει, είπαν το ένα στο άλλο: “Την άλλη φορά να τον φτιάξουμε πιο γερό”.